ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΜΑΘΗΣΙΑΚΕΣ ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ
Ως μαθησιακές δυσκολίες (ΜΔ) ορίζονται τα προβλήματα με την κατάλληλη ως προς την ηλικία ικανότητα στην ανάγνωση (δυσλεξία), στον γραπτό λόγο (δυσγραφία), στα μαθηματικά(δυσαριθμησία), στον κινητικό προγραμματισμό (δυσπραξία), στην γλώσσα (αφασία). Η διαταραχή δε σχετίζεται με το πόσο έξυπνος είναι κάποιος. Οι περισσότεροι άνθρωποι που φέρουν την διάγνωση ΜΔ έχουν ανώτερο του μέσου όρου δείκτη νοημοσύνης (Ρότσικα και συν, 2009).
Παρόλα αυτά, υπάρχουν και παιδιά των οποίων οι μαθησιακές δυσκολίες είναι λόγω κάποιας άλλης κατάστασης. Το άγχος, η κατάθλιψη, το συναισθηματικό τραύμα και άλλες καταστάσεις οι οποίες επηρεάζουν την συγκέντρωση, κάνουν τη μάθηση μια πολύ δύσκολη πρόκληση. Επιπλέον, οι διάχυτες αναπτυξιακές διαταραχές/ αυτισμός και η διάσπαση ελλειμματικής προσοχής- υπερκινητικότητα (ΔΕΠ-Υ) πολλές φορές συνυπάρχουν με τις μαθησιακές δυσκολίες.
ΜΑΘΗΣΙΑΚΕΣ ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ
Τα παιδιά με ΜΔ εμφανίζουν δυσκολία στην κατάκτηση της ανάγνωσης λόγω του ότι ο προφορικός λόγος φιλοξενεί τόσο την αναγνώριση των λέξεων όσο και την κατανόηση του γραπτού λόγου (Catts et al, 2002; NICHD ECCRN, 2005)
Πολλές έρευνες συνεχώς αποδεικνύουν ότι οι γλωσσικές ικανότητες στην προσχολική ηλικία συνδέονται θετικά με την μετέπειτα αναγνωστική ικανότητα καθώς επίσης πρώιμα ανιχνεύσιμες ΜΔ σχετίζονται με διαταραχές στην ανάγνωση στις πρώτες τάξεις (Hayiou-Thomas, 2006).
ΣΗΜΑΔΙΑ-ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ ΜΑΘΗΣΙΑΚΩΝ ΔΥΣΚΟΛΙΩΝ
Δυσκολίες στα παρακάτω:
Να εκφράσουν τις ιδέες τους ξεκάθαρα, σαν οι λέξεις που χρειάζονται να είναι στην άκρη της γλώσσας τους αλλά να μην μπορούν να τις βρουν. Αυτά που λένε τα παιδιά πιθανό να είναι ασαφή και δύσκολα να γίνουν κατανοητά (π.χ. να χρησιμοποιούν απροσδιόριστο λεξιλόγιο όπως ‘το πράγμα’ προκειμένου να αντικαταστήσουν λέξεις τις οποίες δε θυμούνται). Πιθανό να χρησιμοποιείται το ‘εμ’ προκειμένου να κερδίσουν χρόνο ενώ προσπαθούν να ανακαλέσουν μια λέξη.
Να μάθουν νέο λεξιλόγιο είτε ενώ το ακούν (π.χ. σε μάθημα) και/ ή ενώ το βλέπουν (π.χ. σε βιβλία)
Να κατανοήσουν ερωτήσεις και να ακολουθήσουν γραπτές και/ ή λεκτικές οδηγίες
Να ανακαλέσουν εικόνες, σχήματα, αριθμούς, γράμματα (π.χ. τηλέφωνα, ταχυδρομικές διευθύνσεις)
Να κατανοήσουν και να διατηρήσουν τις πληροφορίες μιας ιστορίας ή ενός μαθήματος
Να αναγνώσουν και να κατανοήσουν το υλικό που τους δίνεται
Να μάθουν τραγούδια και ρίμες
Να μάθουν το αλφάβητο
Να προσδιορίσουν το σωστό γράμμα με τον σωστό ήχο, κάτι που δυσχεραίνει την ανάγνωση
Να αναμιγνύουν τη σειρά των γραμμάτων ενώ γράφουν
Στην φωνολογική ενημερότητα (τεμαχισμός πρότασης σε λέξεις, λέξεων σε συλλαβές, συλλαβών σε φωνήματα)
Στην οπτική μνήμη
Στις χρονικές έννοιες
Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΛΟΓΟΘΕΡΑΠΕΥΤΗ ΣΤΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΤΩΝ ΜΑΘΗΣΙΑΚΩΝ ΔΥΣΚΟΛΙΩΝ
Ο λογοθεραπευτής (λ/θ) αποτελεί μέρος της διεπιστημονικής ομάδας η οποία αποτελείται από τους γονείς/ φροντιστές, ειδικούς δασκάλους, ψυχολόγους. Ο λογοθεραπευτής αξιολογεί τον προφορικό λόγο (ομιλία και ακουστικές ικανότητες), τον γραπτό λόγο (ανάγνωση και γραφή) των παιδιών τα οποία έχουν χαρακτηριστεί από τους δασκάλους και/ ή τους γονείς τους ως ‘ύποπτα’.
Ο λογοθεραπευτής επίσης πρέπει να παρέχει μία ολοκληρωμένη αξιολόγηση λόγου καθώς επίσης να κοιτάξει την άρθρωση και την εκτελεστική λειτουργία.
Εκτελεστική λειτουργία είναι η ικανότητα που έχει κάποιος να σχεδιάζει, οργανώνει, και να παρατηρεί λεπτομέρειες προκειμένου να επιτευχθεί ένας στόχος (π.χ. σχεδιάζει/ οργανώνει την γραφή του;).
ΣΤΟΧΟΙ ΛΟΓΟΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΜΑΘΗΣΙΑΚΕΣ ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ
Οι στόχοι της λογοθεραπευτικής παρέμβασης σχετίζονται με την περιοχή στην οποία φαίνεται να υπάρχουν δυσκολίες. Έτσι, οι στόχοι της λογοθεραπευτικής παρέμβασης σε παιδιά με ΜΔ μπορεί να σχετίζονται με: την αναγνωστική ευχέρεια, την αναγνωστική αποκωδικοποίηση, τη φωνολογική ενημερότητα, το προφορικό λόγο, το γραπτό λόγο.
Ο λογοθεραπευτής συμβουλεύεται, συμβουλεύει και συνεργάζεται με τους δασκάλους προκειμένου να αναπτύξει στρατηγικές και τεχνικές για το παιδί μέσα στην τάξη. Π.χ. ο λογοθεραπευτής μπορεί να βοηθήσει τον δάσκαλο να τροποποιήσει τον τρόπο με τον οποίο νέα υλικά παρουσιάζονται στα μαθήματα προκειμένου να φιλοξενηθούν οι ανάγκες κατανόησης του παιδιού. Ο λογοθεραπευτής επίσης καταδεικνύει ποιες στρατηγικές χρησιμοποιεί ο μαθητής προκειμένου να οργανώσει και να επικεντρωθεί σε γραπτές εργασίες.
Καθώς η συμπτωματολογία κάθε παιδιού είναι διαφορετική ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ένας συγκεκριμένος τρόπος παρέμβασης. Ο λ/θ οφείλει να είναι έτοιμος και να μπορεί να ελίσσεται προκειμένου να ικανοποιεί και να αντιμετωπίζει τις ανάγκες του παιδιού μέσω συνεχούς επαναξιολόγησης του επιπέδου του παιδιού.
Οι ΜΔ πρέπει να ανιχνεύονται όσο το δυνατόν νωρίτερα. Πολλά παιδιά με ΜΔ τα οποία λαμβάνουν λογοθεραπευτική παρέμβαση αργότερα, όταν οι γλωσσικές απαιτήσεις είναι μεγαλύτερες, αντιμετωπίζουν χαμηλότερη αυτοπεποίθηση εξαιτίας των προηγούμενών τους ακαδημαϊκών φόβων και αποτυχιών. Παιδιά με ΜΔ τα οποία δεν επιδέχονται λογοθεραπευτική παρέμβαση, μπορούν να οδηγηθούν σε σημαντικά μειωμένη αυτοπεποίθηση, σχολική φοβία (π.χ. να μη θέλει να πάει στο σχολείο, να μη θέλει να κάνει τα καθήκοντά του), και κατάθλιψη.